ὁμοιίου

ὁμοιίου
ὁμοιΐου , ὅμοιος
like
masc/neut gen sg (epic)
ὁμοιΐου , ὅμοιος
like
masc/fem/neut gen sg (epic)
ὁμοιΐου , ὁμοίιος
distressing
masc/neut gen sg
ὁμοιΐου , ὁμοίιος
distressing
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”